ἰδιοκτήμων

ἰδιοκτήμων
ἰδιοκτήμων
private owner
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιδιοκτήμων — ἰδιοκτήμων, ονος, ὁ (Α) αυτός που έχει δικά του κτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κτήμων (< κτήμα), πρβλ. α κτήμων, γαιο κτήμων] …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκτημοσύνη — ἰδιοκτημοσύνη, ἡ (Μ) [ιδιοκτήμων] (για μοναχούς) το να έχει κάποιος δικά του κτήματα («ὅπου ἰδιοκτημοσύνη καί οὐ κοινότης, ἄπεστιν ἐκεῑθεν ὁ Χριστός», Στουδ. Θεοδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”